- υπερχλίω
- Αείμαι υπέρμετρα ηδυπαθής και αυθάδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ-* + χλίω «ζω με τρυφή, με πολυτέλεια, μαλθακά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υπερχλιδώ — άω, Α (δ. γρφ.) ὑπερχλίω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + χλιδῶ «ζω μαλθακά, με πολυτέλεια, με τρυφή»] … Dictionary of Greek
ὑπερχλίοντες — ὑπερχλί̱οντες , ὑπερχλίω to be over wanton pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)